- μυρμηκίαση
- η (ΑΜ μυρμηκίασις) [μυρμηκιώ]νεοελλ.ιατρ. α) αίσθημα ελαφρών νυγμών εμφανιζόμενο σε μια περιοχή τού σώματος αυτομάτως ή λόγω συμπιέσεως αγγείων ή νεύρων ή και κατά τη διαδρομή ορισμένων νόσωνβ) αιμωδία, κοινώς μούδιασμα, μυρμήγκιασμα(μσν. -αρχ.) σαρκώδης έκφυση τού δέρματος, μυρμηγκιάαρχ.(κατά τον Ησύχ.) «νάρκη».
Dictionary of Greek. 2013.